σπαράζω

σπαράζω
σπάραξα, σπαράχτηκα, σπαραγμένος
1. αμτβ., νιώθω σπαραγμό, θλίψη: Σπαράζει η καρδιά μου, που τον βλέπω σ' αυτήν την κατάσταση.
2. σπαρταράω: Σπαράζουν τα ψάρια μέσα στα δίχτυα του ψαρά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπαράζω — σπαράζω, σπάραξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σπαράζω — Ν βλ. σπαράσσω …   Dictionary of Greek

  • σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • υποσπαίρω — ΜΑ μσν. (για σφυγμό) χτυπώ αμυδρά αρχ. 1. (ιδίως για ετοιμοθάνατο) σπαράζω, σπαρταρώ λίγο 2. φρ. «ἀτάκτως ὑποσπαίρω» αναπνέω με κοφτές και ακανόνιστες αναπνοές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σπαίρω «σπαράζω, σπαρταρώ»] …   Dictionary of Greek

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοσπαράζομαι — 1. πληγώνω κάποιον θανάσιμα και ταυτόχρονα πληγώνομαι από αυτόν, αλληλοσκοτώνομαι 2. μτφ. (για πολιτικούς ή άλλους αγώνες) βρίσκομαι σε άγρια διαμάχη, διεξάγω έντονο αγώνα, συγκρούομαι με οξύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σπαράζω ( ομαι. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • απασκαρίζω — ἀπασκαρίζω (Α) [ασκαρίζω] συγκλονίζομαι, σπαράζω …   Dictionary of Greek

  • απασπαίρω — ἀπασπαίρω (Α) [ασπαίρω] τινάζομαι, σπαράζω, αγωνιώ …   Dictionary of Greek

  • δρύπτω — (Α) 1. σχίζω, ξεσχίζω, σπαράζω 2. (σε πένθος) κόπτομαι 3. επιδρώ επιβλαβώς στην υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λέξη που ανάγεται στη ρίζα *der «γδέρνω, ξεσχίζω» τού δέρω* και συνδέεται με το δρέπω*. Ο τ. εμφανίζει σύνθετα σε δρυφής (πρβλ. αμφιδρυφής) …   Dictionary of Greek

  • εκχορδεύω — ἐκχορδεύω (Μ) 1. βγάζω τις χορδές, τα έντερα κάποιου, τόν ξεκοιλιάζω 2. σπαράζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”